μορμωτός

μορμωτός
μορμωτός, -ή, -όν (Α)
φοβερός, τρομερός, τερατώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορμώ (πρβλ. ανθρωπωνύμιο Μόρμωττος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μορμωτόν — μορμωτός frightful masc acc sg μορμωτός frightful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυγχοπίθηκος — (nasalis). Γένος στενόρρινων πιθήκων στο οποίο ανήκα μόνο το είδος ρ. o μορμωτός. Το χρώμα του πιθήκου αυτού είναι καστανοκόκκινο ή κιτρινοκόκκινο. Έχει μήκος 70 εκ. και η μύτη του έχει σχήμα προβοσκίδας. Ζει ομαδικά μέσα στα δάση του Βόρνεο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”